- περικοπή
- η, ΝΜΑ [περικόπτω]πληθ. οι περικοπές και αι περικοπαίεκκλ. αποσπάσματα ή τμήματα τής Αγίας Γραφής τα οποία διαβάζονται στις διάφορες ακολουθίες τής θείας λατρείας, όπως είναι τα μέρη τών Ευαγγελίων και τών Επιστολών τών αποστόλων, που διαβάζονται κατά την Κυριακή ή στις εορτέςνεοελλ.αφαίρεση τμήματος ή τμημάτων από κείμενο, κινηματογραφική ταινία, κ.λπ, («η ταινία προβλήθηκε χωρίς περικοπές»)νεοελλ.-μσν.1. σύντομο, συνήθως αυτοτελές, απόσπασμα κειμένου, χωρίονεοελλ.-αρχ.1. το κόψιμο γύρω γύρω, αφαίρεση τμημάτων μιας ολότητας ή συνέχειας, ακρωτηριασμός, κολόβωση («ἡ μέντοι τῶν Ἑρμῶν περικοπή», Πλούτ.)2. μείωση, ελάττωση, περιστολή, (α. «είναι αναγκαία η περικοπή τών δαπανών» β. «πλείστους ἠνίασε... τῇ περικοπῇ τῆς πολυτελείας», Πλούτ.)αρχ.1. (σχετικά με δένδρο) κλάδεμα2. (σχετικά με μαλλιά) κούρεμα3. τρυπανισμός4. το έργο τού κτίστη5. οι εξωτερικές γραμμές, το σχήμα ενός προσώπου ή πράγματος, το κόψιμο, το παρουσιαστικό6. (για πρόσ.) εξωτερική εμφάνιση7. (μετρ.) χωρίο που αποτελείται από στροφές και αντιστροφές8. (κατά τον Ησύχ.) «κλοπή, ληστεία»9. μτφ. πολυτέλεια, μεγαλοπρέπεια.
Dictionary of Greek. 2013.